- ἐξάλειπτρον
- -ου τό N 2 0-0-0-1-0=1 Jb 41,23unguent flask, pot of ointment→LSJ RSuppl
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εξάλειπτρον — ἐξάλειπτρον, το (Α) [εξαλείφω] 1. ειδικό δοχείο όπου έβαζαν αρωματική αλοιφή («ὑπεχ ὧδε δεῡρο τοὐξάλειπτρον», Αριοτοφ.) 2. δοχείο, λήκυθος για άρωμα … Dictionary of Greek
ἐξάλειπτρον — unguent box neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐξάλειπτρον — ἐξάλειπτρον , ἐξάλειπτρον unguent box neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλείπτροις — ἐξάλειπτρον unguent box neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάλειπτρα — ἐξάλειπτρον unguent box neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)